ηλιαία

Greek Monolingual

ἡλιαία και ιων. τ. ἡλιαίη, ἡ (Α)
1. δημόσιος τόπος στην Αθήνα όπου συνεδρίαζε το ανώτατο ορκωτό δικαστήριο
2. το ανώτατο λαϊκό δικαστήριο στην Αθήνα
3. αλία(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. αλής].