ηλοκοπικός

Greek Monolingual

ἡλοκοπικός, -ή, -όν (Α) ηλοκόπος
φρ. «ἡλοκοπική τέχνη» — η τέχνη του κατασκευαστή καρφιών, η τέχνη του ηλοκόπου.