Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημίβραχυς
Greek Monolingual
-υ (Α ἡμίβραχυς, -εία, -υ) 1. (στην προσωδία) βραχύςκατά το ήμισυ 2.το ουδ. ως ουσ.το ημίβραχυ το τρίτο κατάσειράσημείο διάρκειας της αναλογικής σημειογραφίας που αντιστοιχεί σε δύο βραχέα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημι- +βραχύς.