ἡμερῷον, τὸ (Μ)ημεροφυλάκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημέρα + -ῴον κατά το υπερῴον (< αμάρτυρο επίρρ. υπέρω < υπέρ κατά τα άνω, κάτω + κατάλ. -ιον)].