ἡμιαρείζω και ἡμιαρειανίζω (Α)είμαι ημιαρειανός, δέχομαι ελαφρώς παραλλαγμένες τις αιρετικές δοξασίες του Αρείου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ημιαρείζω < ημιάρειος, ενώ το ημιαρειανίζω < ημιαρειανοί].