ἡμικράνιος, -ον (Α)1. πάπ. ο αναφερόμενος ή σχετιζόμενος με το ήμισυ του κρανίου2. το ουδ. ως ουσ. το ἡμικράνιονη ημικρανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κρανίον.