ημιπεριστροφικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που περιστρέφεται κατά το ήμισυ, που εκτελεί ημικυκλική περιστροφή γύρω από κάτι.
επίρρ...
ημιπεριστροφικώς και -ά
με μισή περιστροφή.