ημιπύροφις

Greek Monolingual

-όφεως, η
είδος παλαιού επιμήκους πυροβόλου που έβαλλε σφαιρικά βλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πύροφις «πυροβόλο όπλο»].