η(ζωγρ.) ο τόνος μεταξύ φωτός και σκιάς, σκιόφως, ημίφως, μισόφωτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σκιά. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].