ημιστίχιο

Greek Monolingual

και ημίστιχο, το (AM ἡμιστίχιον και ἡμίστιχον)
μισός στίχος, το ένα από τα δύο τμήματα μετρικού στίχου, η μισή γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + στίχος.