ημισφαιρικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ημισφαίριο («ημισφαιρική τομή της γης»)
2. αυτός που έχει σχήμα ημισφαιρίου.
επίρρ...
ημσφαιρικώς και -ά
με τρόπο ημισφαιρικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημισφαίριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].