ηπαταλγία

Greek Monolingual

η
πόνος στην ηπατική χώρα που οφείλεται σε διάφορες παθήσεις του ήπατος ή τών χοληφόρων οδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -αλγία < άλγος].