ησκιολούλουδο

Greek Monolingual

το
(ποιητ. τ.)
1. λουλούδι από ήσκιο
2. μτφ. σκιά σαν άνθος («νεράιδες... σκορπίζουν ασημένια ησκιολούλουδα», Ι. Ζερβ.).