Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ηχικός
Greek Monolingual
ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικός Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).