ηὐξάμην

French (Bailly abrégé)

v. εὔχομαι.

Greek Monotonic

ηὐξάμην: [ᾰ], αόρ. αʹ του εὔχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ηὐξάμην: и εὐξάμην aor. pass. к εὔχομαι.