θάμυρις

English (LSJ)

ἡ, assembly, Hsch.

Greek Monolingual

ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «πανήγυρις, σύνοδος ή πυκνότης τινών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα θάμυρις και θαμυρός πιστοποιούν την ύπαρξη θέματος θαμυ-, το οποίο απαντά στο επίθ. θαμύς (βλ. θαμέες) παράλληλα προς το επίρρ. θαμά].