θέμεν

English (LSJ)

θέμεναι, v. τίθημι.

German (Pape)

[Seite 1193] u. θέμεναι, int. aor. II. act. zu τίθημι.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θέμεν: (αι) эп. inf. aor. 2 к τίθημι.

Greek (Liddell-Scott)

θέμεν: θέμεναι, ἴδε ἐν λ. τίθημι.

Greek Monotonic

θέμεν: θέμεναι, Επικ. αντί θεῖναι, απαρ. αορ. βʹ του τίθημι· θέμενος, Μέσ. μτχ.