[Seite 1201] ἡ, das Ernten, Mähen.
θέρισις: -εως, ἡ, (θερίζω) τὸ θερίζειν, Γλωσσ.
θέρισις, ἡ θερίζω (Α)ο θερισμός, το κόψιμο τών σταχιών.