θέρισις

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, das Ernten, Mähen.

Greek (Liddell-Scott)

θέρισις: -εως, ἡ, (θερίζω) τὸ θερίζειν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

θέρισις, ἡ θερίζω (Α)
ο θερισμός, το κόψιμο τών σταχιών.