θαμιστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό θαμίζω
γραμμ. φρ. «θαμιστικά ρήματα» — τα παράγωγα ρήματα της αρχαίας Ελληνικής που λήγουν σε -άζω και έχουν την έννοια της συχνής εκτέλεσης ή επανάληψης αυτού που σημαίνεται από το πρωτότυπο ρήμα (ῥίπτω-ῥιπτάζω, ἡβῶ-ἡβάζω, ἕλκω-ἑλκυστάζω).