θαυμασία

German (Pape)

[Seite 1189] ἡ, Bewunderung, Galen., l. d.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰσία: ἡ, θαῦμα, θαυμασμός, Γαλην. 12. 943· - ἀμφίβ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 509.