θείην

French (Bailly abrégé)

opt. ao.2 de τίθημι.

Greek Monotonic

θείην: αόρ. βʹ ευκτ. του τίθημι· θεῖεν, γʹ πληθ.

Russian (Dvoretsky)

θείην: aor. 2 opt. к τίθημι.