θεηπόλος

German (Pape)

[Seite 1191] ὁ, Gott dienend, Nonn. par. 4, 109.

Greek Monolingual

θεηπόλος, -ον (Α)
αυτός που υπηρετεί τον θεό, ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκόλος.