θειαστικός
English (LSJ)
θειαστική, θειαστικόν, like one inspired. Adv. θειαστικῶς Poll.1.16.
Greek (Liddell-Scott)
θειαστικός: -ή, -όν, ὥς τις θεόπνευστος. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Α΄. 16.
Greek Monolingual
θειαστικός, -ή, -όν (Α) θειαστής
αυτός που μοιάζει με θεόπνευστο, σαν θεόπνευστος.
επίρρ...
θειαστικώς
με θεόπνευστο τρόπο.