θειοδάμη
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (δαμάω) she who tames the gods, Suid.:—Adj. θειόδαμος, ἀνάγκαι Orac. ap. Porph. ap. Eus. PE5.8.
Greek (Liddell-Scott)
θειοδάμη: ἡ, (δαμάω) ἡ τοὺς θεοὺς δαμάζουσα, Χρησμ. παρὰ Σουΐδ.
[ᾰ], ἡ, (δαμάω) she who tames the gods, Suid.:—Adj. θειόδαμος, ἀνάγκαι Orac. ap. Porph. ap. Eus. PE5.8.
θειοδάμη: ἡ, (δαμάω) ἡ τοὺς θεοὺς δαμάζουσα, Χρησμ. παρὰ Σουΐδ.