θεοφύλαξ

English (LSJ)

[ῠ], ακος, ὁ, guardian of a god, Glossaria on θεωρός, Sch.Pi.N.3.122.

German (Pape)

[Seite 1199] ακος, ὁ, Gotteswächter, Schol. Pind. N. 3, 119.

Greek (Liddell-Scott)

θεοφύλαξ: -ακος, ὁ, φύλαξ θεοῦ, Σχόλ. εἰς Πίνδ. Ν. 3. 119.

Greek Monolingual

θεοφύλαξ, ό (Α)
ο φύλακας του θεού.