θερίστρια

English (LSJ)

ἡ, fem. of θεριστήρ, Ar.Fr.788.

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, fem. zu θεριστήρ, Ar. bei Poll. 7, 150.

Russian (Dvoretsky)

θερίστρια:жница Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θερίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ θεριστὴρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 618.

Greek Monolingual

και θερίστρα, η (ΑΜ θερίστρια)
αυτή που θερίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεριστήρ].