θερεία

English (LSJ)

ἡ, summer; v. θέρειος.

German (Pape)

[Seite 1200] ἡ, sc. ὥρα, Sommerzeit, Sommer; τὴν θερείην πᾶσαν Her. 1, 189; Pol. 5, 1, 3 u. öfter; μεσούσης θερείας D. Hal. 1, 63; auch allein θερείης, zur Sommerzeit, Nic. bei Ath. III, 32 a; im plur., θερείαις Pind. I. 2, 41. Eigtl. fem. zu θέρειος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
v. θέρειος.

Russian (Dvoretsky)

θερεία: ион. θερείη ἡ (sc. ὥρα) лето: τὴν θερείαν πᾶσαν Her. или ὅλην Arst. все лето; ταῖς θερείαις Pind. летней порой, летом; ἀρχομένης τῆς θερείας Polyb. с наступлением лета.

Greek (Liddell-Scott)

θερεία: ἡ, θέρος, ἴδε ἐν λ. θέρειος.

Greek Monolingual

θερεία, ή (Α)
βλ. θέρειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του θέρειος].

Greek Monotonic

θερεία: ἡ, βλ. θέρειος.