θερμίζω

English (LSJ)

fall ill with fever, IG12(9).1240.15 (Aedepsus).

Greek Monolingual

θερμίζω) θέρμη
νεοελλ.
χύνω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι θερμό νερό
αρχ.
προσβάλλομαι από πυρετό.