θεσμοθέτις
English (LSJ)
-ιδος, ἡ, = θεσμοφόρος, title of Demeter, Corn. ND 28; of Isis, Hymn.Is. 20.
German (Pape)
[Seite 1203] ιδος, ἡ, die Gesetzgeberinn, Demeter, Phurnut. 28.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοθέτις: -ιδος, ἡ, = θεσμοφόρος, Κορνοῦτ. π. Θ. Φ. 28.
Greek Monolingual
η
βλ. θεσμοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεσμοθέτης].