θεωρητέον

English (LSJ)

one must consider, investigate, εἴτε… εἴτε… Id.Lg.815b; τίνι διαφέρει… Arist.Ph.193b23, etc.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ θεωρῶ, δεῖ θεωρεῖν, Πλάτ. Νόμ. 815B, Ἀριστ.