θηρεύτρια

English (LSJ)

fem. of θηρευτήρ, βοῦς PCair.Zen.292.298 (iii B.C.), cf. Hsch. s.v. θηρότις; θ. κύνες Them. Or.18.220b.

German (Pape)

[Seite 1209] ἡ, die Jägerinn, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θηρεύτρια: θηλ. τοῦ θηρευτήρ, Ἡσύχ. ἐν λέξ. θηρότις· θ. κύνες Θεμίστ. 220Β.

Greek Monolingual

θηρεύτρια, ἡ (Α)
βλ. θηρευτήρ.