θιμβρός

English (LSJ)

ά, όν, v. θιβρός.

German (Pape)

[Seite 1212] s. θιβρός.

Greek (Liddell-Scott)

θιμβρός: -ά, -όν, ἴδε θιβρός.

Greek Monolingual

θιμβρός, -ά, -όν (Α)
βλ. θιβρός.