θλιπτικός
English (LSJ)
θλιπτική, θλιπτικόν, due to pressure, πάθημα Gal.8.949. Adv. θλιπτικῶς = by pressure, S.E.M.10.83.
German (Pape)
[Seite 1212] lästig fallend, Sp.; adv., S. Emp. adv. phya. 2, 83.
Greek (Liddell-Scott)
θλιπτικός: -ή, -όν, καταπιεστικός, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -κῶς, διὰ πιέσεως, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 83.