θνάσκω: θνᾱτός, Δωρ. ἀντὶ θνη-.
θνᾴσκω (Α)βλ. θνῄσκω.[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θνῄσκω].
θνάσκω: или θνᾴσκω Pind. = θνῄσκω.