θνητότης

English (LSJ)

-ητος, ἡ, mortality, Diog.Oen.36, Phlp.in APo.400.28.

German (Pape)

[Seite 1213] ητος, ἡ, das sterbliche Wesen, die Sterblichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θνητότης: τητος, οὐσιαστ. τοῦ θνητός, Ἰω. Χρυσ. τ. 4. σ. 148D, κλ.