θορόεις

English (LSJ)

θορόεσσα, θορόεν, in embryo, βρέφος θ. Opp.C.3.522.

German (Pape)

[Seite 1215] εσσα, εν, saamenartig, noch im Keime, unentwickelt, βρέφος Opp. Cyn. 3, 522.

Greek (Liddell-Scott)

θορόεις: εσσα, εν, ἐν ἐμβρύῳ, ἐν σπέρματι, βρέφος θ. Ὀππ. Κυν. 3. 522.

Greek Monolingual

θορόεις, -εσσα, -εν (Α) θορός
αυτός που δεν έχει ακόμη σχηματιστεί, αυτός που είναι σπέρμα, έμβρυο.