θοἰμάτιον
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὸ ἱμάτιον.
Greek (Liddell-Scott)
θοἰμάτιον: θοἰματίδιον, Ἀττ. κρᾶσις ἀντὶ τὸ ἱμάτιον.
Greek Monotonic
θοἰμάτιον: θοἰματίδιον, κράση αντί τὸ ἱμάτιον.
German (Pape)
att. = τὸ ἱμάτιον.
crase att. p. τὸ ἱμάτιον.
θοἰμάτιον: θοἰματίδιον, Ἀττ. κρᾶσις ἀντὶ τὸ ἱμάτιον.
θοἰμάτιον: θοἰματίδιον, κράση αντί τὸ ἱμάτιον.
att. = τὸ ἱμάτιον.