θρέξομαι, v. τρέχω.
ao. itér. de τρέχω.
see τρέχω.
θρέξασκον: Ιων. αόρ. του τρέχω· θρέξομαι, μέλ.
θρέξασκον: эп. aor. iter. к τρέχω.