θρέξασκον

English (LSJ)

θρέξομαι, v. τρέχω.

French (Bailly abrégé)

ao. itér. de τρέχω.

English (Autenrieth)

see τρέχω.

Greek Monotonic

θρέξασκον: Ιων. αόρ. του τρέχω· θρέξομαι, μέλ.

Russian (Dvoretsky)

θρέξασκον: эп. aor. iter. к τρέχω.