θρέψα

English (Autenrieth)

see τρέφω.

Greek Monotonic

θρέψα: Επικ. αντί ἔθρεψα, αόρ. αʹ του τρέφω· — θρέψω, μέλ.

Russian (Dvoretsky)

θρέψα: эп. (= ἔθρεψα) aor. к τρέφω.