θρηνητήριος

English (LSJ)

θρηνητήριον, = θρηνητικός, ᾠδαὶ θ. Eust.1372.26.

German (Pape)

[Seite 1217] wehklagend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνητήριος: α, ον = θρηνητικός, ᾠδαὶ θρ. Εὐστ. 1372. 26.

Greek Monolingual

θρηνητήριος, -ον (Α) θρηνητήρ
θρηνητικός.