θρηνητής

English (LSJ)

θρηνητοῦ, ὁ, = θρηνητήρ, A.Ag.1075, BGU34 iv 4 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1217] ὁ, dasselbe, Aesch. Ag. 1045.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se lamente sur, gén..
Étymologie: θρηνέω.

Russian (Dvoretsky)

θρηνητής: οῦ ὁ Aesch. = θρηνητήρ.

Greek (Liddell-Scott)

θρηνητής: -οῦ, ὁ, = θρηνητήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1075.

Greek Monolingual

θρηνητής, ὁ (Α) θρηνώ
ο θρηνητήρ.

Greek Monotonic

θρηνητής: -οῦ, ὁ, = θρηνητήρ, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θρηνητής, οῦ, = θρηνητήρ, Aesch.]