θρηνητής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1217] ὁ, dasselbe, Aesch. Ag. 1045.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se lamente sur, gén..
Étymologie: θρηνέω.
Russian (Dvoretsky)
θρηνητής: οῦ ὁ Aesch. = θρηνητήρ.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνητής: -οῦ, ὁ, = θρηνητήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1075.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θρηνητής: -οῦ, ὁ, = θρηνητήρ, σε Αισχύλ.