θρηνολογία

Greek (Liddell-Scott)

θρηνολογία: ἡ, τὸ θρηνολογεῖν, ὡς καὶ νῦν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 409. 3, ἔκδ. Λ.

Greek Monolingual

ἡ (Μ θρηνολογία) θρηνολογώ
ο θρήνος, το μοιρολόι.