θρησκευτήριον
English (LSJ)
τό, place of worship, Sch.Pi.O.7.33.
German (Pape)
[Seite 1218] τό, Ort zur Gottesverehrung, Schol. Pind. Ol. 7, 33.
Greek (Liddell-Scott)
θρησκευτήριον: τό, τόπος πρὸς λατρείαν, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 7. 33.
Greek Monolingual
θρησκευτήριον, τὸ (Μ) θρησκεύω
τόπος λατρείας.