θρομβίον

English (LSJ)

v. θρομβεῖον.

Greek (Liddell-Scott)

θρομβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρόμβος, ὡς τὸ προηγ., Διοσκ. 6. 25.

Greek Monolingual

θρομβίον, τὸ (Α)
μικρός θρόμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρόμβος].

German (Pape)

τό, dim. von θρόμβος, Diosc.