v. θρομβεῖον.
θρομβίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρόμβος, ὡς τὸ προηγ., Διοσκ. 6. 25.
θρομβίον, τὸ (Α)μικρός θρόμβος.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θρόμβος].
τό, dim. von θρόμβος, Diosc.