θρᾶξαι

English (LSJ)

θρᾶξον, v. θράσσω.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾶξαι: ἴδε τὸ ῥῇμα θράσσω.

Greek Monotonic

θρᾶξαι: απαρ. αορ. αʹ του θράσσωθρᾶξον, προστ.