θυμοβορώ

Greek Monolingual

θυμοβορῶ, -έω (Α) θυμοβόρος
κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῖν» — πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.).