Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
θυμοβορώ
Greek Monolingual
θυμοβορῶ, -έω (Α) θυμοβόρος κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῖν» — πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.).