θυννίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, young female tunny, prob. l. in Hippon.35.2, Epich.74, Cratin. 161, Stratt.12, Archestr.Fr.37.1, Arist.HA543a9, al.
German (Pape)
[Seite 1225] ίδος, ἡ, dim. von θύννος; Arist. H. A. 5, 9; Ath. VII, 303 e.
Russian (Dvoretsky)
θυννίς: ίδος ἡ мелкий тунец или самка тунца Arst.
Greek (Liddell-Scott)
θυννίς: -ίδος, ἡ, θύννα, Ἐπίχ. 32 Αhr., Κρατῖν. - Πλουτ. 3, Στράττις Καλλ. 2, Ἀριστ. Π. τά Ζ. Ἱστ. 5. 9, 6, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
θυννίς και θύννα, ἡ (Α)
βλ. θύννος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θύννος κατά τα αλεκτορ-ίς, θυγατρ-ίς].