θυρξεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, title of Apollo in Achaea, Paus.7.21.13.

Greek Monolingual

θυρξεύς, ὁ (Α) θύρσος
προσωνυμία του Απόλλωνος στην Αχαΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με το θύρσος.