θυρσοειδής

English (LSJ)

θυρσοειδές, thyrsus-like, Dsc.3.17.

German (Pape)

[Seite 1227] ές, thyrsusartig, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοειδής: -ές, ὅμοιος θύρσῳ, Διοσκ. 3. 19.

Greek Monolingual

θυρσοειδής, -ές (Α)
όμοιος με θύρσο, αυτός που έχει σχήμα ή μορφή θύρσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -ειδής (< είδος)].