θυρσόω

English (LSJ)

make into thyrsi, λόγχαι τεθυρσωμέναι D.S.4.4.

German (Pape)

[Seite 1228] zu einem Thyrsus machen, λόγχαις τεθυρσωμέναις D. Sic. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσόω: (θύρσος) μεταβάλλω εἰς θύρσους, λόγχαι τεθυρσωμέναι Διόδ. 4. 4.

Russian (Dvoretsky)

θυρσόω: делать тирсом, превращать в тирс (λόγχαι τεθυρσωμέναι Diod.).